εκτρυχώ

εκτρυχώ
ἐκτρυχῶ (-όω) και ἐκτρύχω (Α)
1. κατατρύχω, καταβάλλω, εξαντλώ, καταπονώ
2. (για ράκη) παλαιώνομαι, κατατρίβομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προεκτρύχω — Α καταβάλλω, καταπονώ προηγουμένως («ταῑς ἀγοραῑς προεκτρύχειν τοὺς πολεμίους», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτρύχω «καταβάλλω, εξαντλώ, καταπονώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”